- κατοργιάζω
- κατοργιάζω (Α)1. μυώ κάποιον στα όργια ή τα μυστήρια τα σχετικά με τη λατρεία, καταρτίζω κάποιον στις τελετές τών μυστηρίων («ἱλασμοῑς τισι καὶ καθαρμοῑς καὶ ἱδρύσεσι κατοργιάσας καὶ καθοσιώσας τὴν πόλιν», Πλούτ.)2. (το ουδ. μτχ. παθ. παρακμ. ως ουσ.) (για πράγματα) τὸ κατωργιασμένοναυτό που έχει αφιερωθεί στη λατρεία, το καθιερωμένο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + ὀργιάζω «τελώ λατρευτικά όργια προς τιμή τών θεών»].
Dictionary of Greek. 2013.